κοπρος

κοπρος
    κόπρος
    ἥ
    1) помет, экскременты Hom., Her.
    2) навоз, навозное удобрение Plat.
    3) грязь, мусор или прах
    

ἀμφὴ πολλέ κ. ἔην κεφαλῇ τοῖο γέροντος Hom. — голова старца (т.е. Приама, молящего о выдаче тела Гектора) была покрыта прахом (один из символов униженной просьбы)

    4) стойло, скотный двор
    

(αἱ βόες ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοπρος" в других словарях:

  • κόπρος — excrement fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — η 1. περίττωμα ανθρώπων και ζώων, αποπάτημα. 2. κοπριά, φουσκί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπροι — κόπρος excrement fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπρους — κόπρος excrement fem acc pl κοπρόω befoul with dung imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Coprolalia — (Del gr. kopros, excremento + lalo, charlar.) ► sustantivo femenino SIQUIATRÍA Abuso de palabras obscenas y escatológicas, provocado normalmente por perturbaciones mentales. * * * coprolalia (de «copro » y el gr. «laleîn», hablar) f. Psi.… …   Enciclopedia Universal

  • κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …   Dictionary of Greek

  • κόπρειος — κόπρειος, εία, ον (Α) [κόπρος (Ι)] 1. ρυπαρός, αηδής, βρομιάρης, κοπρίτης 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόπρειοι κωμικό λογοπαίγνιο για τους κατοίκους τού δήμου τής Αττικής Κόπρος («τοῡτ εἶπεν ἀνὴρ Κόπρειος», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κόπριον — κόπριον, τὸ (ΑM, Μ και κόπριο και κόπριν) περίττωμα, κόπρος, κοπριά μσν. φρ. α) «χύνω στὰ κόπρια» ξοδεύω ασυλλόγιστα β) «πηγαίνω στὰ κόπρια» ξοδεύομαι άδικα αρχ. 1. γεν. ακαθαρσίες, βρομιές 2. στον πληθ. τὰ κόπρια (στη μαγική) ακαθαρσίες που… …   Dictionary of Greek

  • κόπρον — κόπρον, τὸ (ΑM) κόπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μίνθος — (I) μίνθος, ἡ (Α) βλ. μίνθη. (II) μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α) ανθρώπινη κόπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησυχίου «μίνθα τὸ ἡδύοσμον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»